Αχιλλέας Μαντζίρης
Moderators: Stelios Lambropoulos, theocharis
-
- Posts: 218
- Joined: Mon Aug 20, 2007 10:02 pm
Αχιλλέας Μαντζίρης
Στα 13 τραγούδια που ακολουθούν έχετε την ευκαιρία να τον γνωρίσετε καλλίτερα. Ο δίσκος ηχογραφήθηκε το 1983. Την εποχή εκείνη αρκετές ρεμπέτικες κομπανίες παίζουν ρεμπέτικα τραγούδια. Μια από αυτές είναι και οι "Ανφαν γκατέ ρεμπέτες".
Σε αυτό το σημείο θέλω να ευχαριστήσω την οικογένεια του Αχιλλέα Μαντζίρη, τον Σπύρο Τσιανάκα, τον Μιχάλη Πόρναλη τους "Ανφαν γκατέ ρεμπέτες" και τον Κωστή Δρυγιανάκη. Τον δίσκο μου τον έδωσε ο Σπύρος Τσιανάκας.
Αχιλλέας Μαντζίρης
Ο Αχιλλέας Μαντζίρης (1922-1995) γεννήθηκε το 1922 στο Βόλο, απ’ όπου δεν έφυγε ποτέ. Ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη μουσική γύρω στα τριάντα χρόνια και σ’ όλο αυτό το διάστημα συνεργάστηκε με πολλούς γνωστούς μουσικούς (Βαμβακάρης, Μπακάλης, Μπιθικώτσης, Μανισαλής κ.α.).
Είχε μια ιδιαίτερη ευκολία να φτιάχνει σε στίχους απλά γεγονότα της καθημερινής ζωής. Τα τελευταία 20 χρόνια, δεν δούλευε σαν επαγγελματίας μουσικός και ασχολούνταν πια με τα τραγούδια του. Καρπός αυτής της ασχολίας είναι τα τραγούδια που ακούγονται στον δίσκο.
Ανφαν Γκατε Ρεμπετες
Από την πίσω πλευρά του δίσκου " Ήταν που λέτε μια φορά κάτι παιδιά και παίζανε κρυφτοτενεκέ, σαράντα μουλάρια καρκατζέλια, τρεις κι αλάγρα και της μάνας το λουρί και στη γειτονιά αλάλιαζε ο «δέκατος τρίτος θεός» του Ολύμπου, σε δρόμους και στενά, βαλάντωσε ο τόπος από το εθνικό μας κλάμα και παράπονο: «Το τελευταίο βράδυ μου», «μη σκαλίζεις τη στάχτη», «μανούλα θα φύγω».........
Ραδιοφωνικός σταθμός Βόλου, κάθε απόγευμα μετά τα τοπικά νέα: «Ακούτε το πρόγραμμά μας με λαϊκά τραγούδια»....Έσπερος, Ηλύσια, Φρύνη –μισή ώρα διάλειμμα- Ολύμπια, Διάνα, Αργώ, Πάνθεον-θερινά σινεμά, τρεις δραχμές και μια στην υπόθεση:» πετραδάκι – πετραδάκι για τα σένα το ‘χτισα ...», «πατέρα μου με γέλασες, δε μου πες την αλήθεια...». Μετά η μικρή ανάσα, που έφερε πολλά τραγούδια και χορό και μια άνοιξη, να μοσχοβολάει η πόλη ολόκληρη σαν τα παλιά καλά χρόνια, «άπονη ζωή», «τη βάρκα παίρνω με τ’ Αντρέα», «τα ματόκλαδα σου λάμπουν»», «γαρύφαλλο στ’ αφτί»,....(αχ αυτός ο εξωραϊσμός των περασμένων...)....Ήταν και το ψαλτήρι με τους χαιρετισμούς, τη Μεγαλοβδομάδα....Ανοίγω το στόμα μου και πληρωθήσεται πνεύματος κι....αναγαλλιάζει το πέλαγος....Κύματι θαλάσσης και φως ιλαρόν, οι εσπερινοί, ο Δεκαπενταύγουστος...και η γη το σπήλαιον..Έρωτας, θάνατος κι ανάσταση και πάλι από την αρχή: Έρωτας...κι ο Αη Νικολάκης ο κρεμαστός.....
Ζήσαμε σαν γενιά τη δεύτερη έκρηξη του λαϊκού και του ρεμπέτικου τραγουδιού, το ‘δαμε να μπαίνει στο βάθρο που του έπρεπε και να ξαναγκρεμίζεται αμείλικτα απ’ τη μωρία των στρατοκρατών της καθαρεύουσας και της ξενοδουλείας. Μετά τη μεταπολίτευση-φτου κι απ’ την αρχή-πολύς λόγος για το ρεμπέτικο, κόσμος να ψάχνει ξανά την ομορφιά του.
Εμείς –μια ομάδα- κάνουμε μια μεγάλη συναυλία, μ’ όλη τη γκάμα του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, αφιερώνοντας ένα κομμάτι στα ρεμπέτικα.
Έπειτα ήλθε ..ο έρωτας, ο μεγάλος, από μεράκι και πάθος κι όχι από μόδα (που δυστυχώς ακολούθησε), αγάπη, μεγάλη, που κατέληξε μέσ’ από διάφορα σχήματα μορφές, αλλαγές προσώπων, αριθμών, στους ΑΝΦΑΝ ΓΚΑΤΕ ΡΕΜΠΕΤΕΣ, (δηλαδή, τζάμπα μάγκες στην απλή γλώσσα, γιατί «ανφαν γκατέ» -γαλλιστί- σημαίνει αφρόκρεμα, κακομαθημένα παιδιά).
Κάπου εδώ, να σου κι ο Αχιλλέας, ο Μαντζίρης. Είχε κάτι τραγουδάκια και γουστάριζε –λέει- να μας τα μάθει να τα παίζουμε...κάνουμε και την πρώτη εμφάνιση μαζί του στην «ΑΥΡΑ», καλοκαιράκι βράδυ-ήταν κι ο κυρ Πέτρος ο Αναστασιάδης-εκατοντάδες να χορεύουν στην άμμο..κρασί, τσίπουρο,γιορτή....
Μετά, πρόβες-ολόκληρους μήνες-νέες εμφανίσεις: Βόλος, Αθήνα, Λαμία, Τρίκαλα, Λάρισα... ο δίσκος, λοιπόν, μπορούσε να γίνει....ΚΙ ΕΓΙΝΕ!..Μαζέψαμε τα λεφτά παίζοντας για δύο χρόνια σε συναυλίες, εκδηλώσεις, πανηγύρια και γιορτές, γιατί θέλαμε να γυριστεί ο δίσκος σε ανεξάρτητη παραγωγή.
Μαζί μας έπαιξαν δύο από τους καλύτερους μουσικούς της περιοχής μας: Ο Χρήστος Πουρνάρας, βιολί και ο Γιάννης Πολίτης, μπουζούκι, που μαζί είχαμε συνεργαστεί και παλιότερα.
Ευχαριστούμε τον Κωστή Δρυγιαννάκη για την πρόθυμη παραχώρηση του σπιτιού του στο Μάραθο, που μας χρησίμευε για studio, καθώς και για τη φωτογραφική σύνθεση της μπροστινής όψης του εξώφυλλου του δίσκου.
Ευχαριστούμε, επίσης, τον Κώστα Γκουτζίνη και το Βασίλη Μπλαζή που, παίζοντας παλιότερα μαζί μας, βοήθησαν αυτή την προσπάθεια.
ΑΝΦΑΝ ΓΚΑΤΕ ΡΕΜΠΕΤΕΣ
Κώστας Αβαράκης- μπουζούκι, τραγούδι
Νίτσα Αμουτζοπούλου - τραγούδι, ζήλιες
Αποστολάκης Βαϊνόπουλος - μπαγλαμά
Νάκης Κατσίκας - ακκορντεόν
Νίκος Παρθένης -τραγούδι, κρουστά, μπαγλαμά
Μιχάλης Πόρναλης -κιθάρα, τραγούδι
Ηλίας Φλώρος - τουμπερλέκι"
Στην "Σκάλα του Μιλάνου" με τον Κ.Αβαράκη
Ακολουθούν τα τραγούδια με τους στίχους τους καθώς και με μερικά σχόλια
Μπατίρισα
Μη με κολλάς μπατίρισα
Και φράγκο δεν υπάρχει
Να την περάσεις κοίταξε
Όπως και αν σου λάχει
Όταν τα είχα τα λεφτά
Για σένα τα σκορπούσα
Τα ξόδευα αλύπητα
Για να σου κάνω λούσα
Σκέψου καλά μπατίρισα
Κι έλα στα λογικά σου
Και μη ζητάς καθημερνώς
Να κάνεις τα δικά σου
Για τον Τσιτσάνη
Τέρμα τελειώσαμ’ ως εδώ
Βασίλη μου Τσιτσάνη
Ο Χάρος σε αγκάλιασε
Τα κέφια του να κάνει
Τώρα που είσαι εκεί ψηλά
Για πες μας πως την βρήκες
Υπάρχουν ξενυχτάδικα
Γλέντια και πιτσιρίκες
Εμείς εδώ θα πίνουμε
Τον πόνο μας θα λέμε
Θ’ ακούμε τα τραγούδια σου
Κι όλοι μαζί θα κλαίμε
REFRAIN
Όλοι σε περιμένουνε
Να παίξεις βρε Τσιτσάνη
Συννεφιασμένη Κυριακή
Ο πόνος τους να γιάνει
Οι στίχοι γράφτηκαν στις 18-1-1984 στην Αθήνα, τη μέρα που πέθανε Ο Βασίλης Τσιτσάνης, ενώ το ίδιο βράδυ ο Αχ. Μαντζίρης και οι Ανφάν γκατέ ρεμπέτες έκαναν πρεμιέρα εμφανίσεων τους, στο καφεθέατρο της οδού Κοδριγκτώνος.
Ο Θανάσης
Μα που θα πάει που θα βγει
Με σένα ρε Θανάση
Κάνεις όλα τα κέφια σου
Κι ότι σου κατεβάσει
Πότε με το καλάμι σου
Πότε με παραγάδι
Μου φεύγεις τα χαράματα
Και μου ‘ρχεσαι το βράδυ
Αφήνεις την κυρία σου
Μέρα και νύχτα μόνη
Κι αν σου συμβεί καμιά ζημιά
Τίποτα δεν σε σώνει
Ο Μηνάς ο καροτσέρης
Ο Μηνάς ο καροτσέρης
Ο βαρύς ο ντερμπεντέρης
Ήλθε με τον αραμπά του
Κουσουμάρει τη μαγκιά του
Μπαίνει μέσα στην ταβέρνα
Για να πιει κανά κρασί
Γύρω γύρω του κοιτάζει
Σκέπτεται να τσακωθεί
Διατάζει να χορέψει
Και να κάνει σαματά
Χαμηλώνει την τραγιάσκα
Κουσουμάρει την μαγκιά
REFRAIN
Ποιος δεν ξέρει
Τον Μηνά τον καροτσέρη
Τον βαρύ τον ντερμπεντέρη
Ο Μηνάς είναι γνωστός καροτσέρης στην πιάτσα του Βόλου
Το λούσο σε παρεσυρε
Με πλήγωσες με μάτωσες
Τη δόλια μου καρδιά
Μ ‘ έριξες και μ’ άφησες
Με δυό μικρά παιδιά.
Εμάζεψες τα ρούχα σου
Κι όλο το μπουγιουρντί σου
Στο βούρκο πέφτεις και ύστερα
Γκρεμίζεις το τσαρδί σου.
Συνέχεια παραστρατείς
Έλα στα λογικά σου
Τις τρέλες σου σταμάτα πια
Και γύρνα στα παιδιά σου
REFRAIN
Το λούσο σε παρέσυρε
Η μπότα και το μίνι
Αν συνεχίσεις το βιολί
Δεν ξέρω τι θα γίνει
Οι σφουγγαράδες
Γύρω στης Σκιάθου τα στενά
Ο Στάθης εβουτούσε
Ντυμένος μέσ’ το φόρεμα
Τη θάλασσα ερευνούσε
Μόλις εφτάνει στο βυθό
Σφουγγάρια για να βγάλει
Το λάστιχο του κόβεται
Και τη ζωή του χάνει
Τον κλαίνε όλα τα νησιά
Τον κλαίνε τα ναυτάκια
Τον κλαίνε οι βουτηχτές
Που ‘χαν μαζί χρονάκια
REFRAIN
Ε! Ρε αυτοί οι σφουγγαράδες
Τι τραβάν οι φουκαράδες
Στα πέλαγα γυρίζουν
Το θάνατο αντικρίζουν
Γράφτηκε στα χρόνια της κατοχής κι αναφέρεται σ’ ένα αληθινό περιστατικό.
Σαν πουλί πετώ
Ούζο μαύρο και ρετσίνα πίνω και μεθώ
Ότι κι αν μου λένε το γυρίζω στο τρελό
Κι έτσι φεύγουνε τα ντέρτια κι όλα τα κασαβέτια(στεναχώριες)
Κι έτσι τον περνάω τον καιρό μου μια χαρά
Φέρτε ούζο και σαντούρι και ‘γω κάνω το μουρμούρη
Γεια σου τσαχπίνα μου γλυκιά
Με τη γκόμενα στο πλάι σαν πουλί πετώ
Όσα βγάζει καλντερίμι τα ‘χω στο λεπτό
Στην πόκα και στην πασέντζα βάζω πόστα και τα ρέστα
Κι έτσι με σαπούνι καθαρίζω μια χαρά
Τρέχω πάλι στην κοτιότα για να κονομήσω πόστα(το αρχικό κεφάλαιο του χαρτοπαίκτη)
Μήπως και ρεφάρω πουθενά
Στο Ακταίον (καφενείο στην παραλιακή περιοχή Άναυρος του Βόλου) τερολίνα (με σικ ντύσιμο)κι αν βρεθώ
Τέρτσο βάζω το παλτό μου και τραβώ
Και φοράω την τραγιάσκα και σηκώνω το γιακά μου
Κι όλο καντιλάκ και παραξήγηση ζητώ
Βρε σωφέρη τράβα ίσα να μας πας για τα Πατήσια
Μη τυχόν και παραξηγηθώ.
Η τσιγγάνα
Πάψε να με βασανίζεις
Βρε τσιγγάνα μου μικρή
Με τα σκέρτσα που μου κάνεις
Με κατάντησες μπεκρή
Σκέφτομαι ν’ αποφασίσω
Στο τσαντίρι σου να μπω
Να χορέψω τσιφτετέλι
Και μαζί σου να τα πιω
Την απόφαση την πήρα
Θα σ’ αρπάξω θες δεν θες
Στο τσαρδί μου θα σε πάω
Για να βρεις αυτά που θες
REFRAIN
δε φοβάμαι τους τσιγγάνους
Ούτε τα μαχαίρια σου
Θα σ' αρπάξω με το ζόρι
Μες’ από τα χέρια τους.
Φύγαν οι μάγκες οι παλιοί
Φύγαν οι μάγκες οι παλιοί
Χαθήκανε τα αλάνια
Κι οι μάγκες όλ’ οι τωρινοί
Θα μείνουνε χαρμάνια
Μας έφυγε ο τεκετζής
Πού ‘χε το φίνο μαύρο
Πάει και ο μπαγλαματζής
Που τον ελέγαν Σταύρο
Τώρα η νέα η γενιά
Μας έχει τσαλακώσει
Κι άμα συμβεί το σοβαρό
Πάει να την καρφώσει
Στης Σαλονίκης τα στενά
Στης Σαλονίκης τα στενά
Σ΄ ένα μικρό γλεντάκι
Αγάπησα και πόνεσα
Ένα μικρό κουκλάκι
Στην Άνω Τούμπα βράδιαζε
Στην Αρετσού ξενύχτι
Να πέσει είχα όνειρο
Μέσ’ το δικό μου δίχτυ
Το χάραμα ερόδιζε
Με γλυκοτραγουδούσε
Μ’ αγκάλιαζε σφιχτά σφιχτά
Στο στόμα με φιλούσε
Το τσιμπούκι με μπουζούκι
Το τσιμπούκι με μπουζούκι
Κάνει φίνο μαστρουρλούκι
Πάμε μάγκες για μαυράκι
Στον τεκέ του Κωσταράκη
Άναφτονε Παναγιώτη
Στη Γεωργία δώσε πρώτη
Δώσε και στον Μιχάλη
Να γεμίσει το κεφάλι
Παίξε μας βρε Μαντζιράκι
Ένα φίνο ταξιμάκι
Βαλ’ το στο καραντουζένι
Και μια τζούρα που μας μένει
Δώσε και στον Κυριάκο
Στην Αγγλία και στο Λιάκο
Δώσε και την τελευταία
Στον Μαντζίρη Αχιλλέα
Τελευταίος να την πνίξει
Και η πλάκα του ν’ ανοίξει
Κι έτσι όλοι μαστουρωμένοι
Στο μπουζούκι κρεμασμένοι
Γράφτηκε προπολεμικά. Όλα τα ονόματα που αναφέρονται είναι υπαρκτά πρόσωπα –χαρακτηριστικοί τύποι του ρεμπέτικου σιναφιού της εποχής στο Βόλο. Ο τεκές του Κωσταράκη, ήταν στη συνοικία Τσιμπούκη του Βόλου και η «Αγγλία» ήταν γνωστό τσιπουράδικο (ουζερί) και το παρατσούκλι του καταστηματάρχη.
Η Σκάλα Του Μιλάνου
Φεύγω απόψε από του Μπράνου
Πάω στη Σκάλα του Μιλάνου
Για ν’ ακούσω μπουζουκάκια
Να μου φύγουν τα μεράκια
Κάθομαι για να γλεντήσω
Να τα πιω και να μεθύσω
Να χορέψω ζεϊμπεκιά
Με του Κάρολου την πενιά
Παίζει ο Κάρλος το μπουζούκι
Μπαρμπα-Στέφανος τζουρά
Παίζει ο Νίκος την κιθάρα
Και ο Στάθης μπαγλαμά.
REFRAIN
Βρε καλώς τον Αχιλλέα
Μου φωνάζει μια παρέα
Πιάσ’ το μπαγλαμά στα χέρια
Κάνε μας όλα τα κέφια
Το τραγούδι αυτό αναφέρεται σ’ ένα παλιό ταβερνάκι του Βόλου, τη «Σκάλα του Μιλάνου», που υπήρξε για όλους μας ένα σχολείο, μια διαδικασία μύησης σε ρυθμούς και δρόμους, αξίες και μορφές του λαϊκού τραγουδιού, γι’ αυτό και η προσφορά των Μιλαναίων ήταν και είναι ανεκτίμητη.
Στο Βόλο και στην Λάρισα
Στο Βόλο και στην Λάρισα
γλεντάς ξεμυαλισμένη
Και μου ‘ρχεσαι χαράματα
Στο σπίτι μεθυσμένη
Τα νυχτοπερπατήματα
Σου είπα να τα κόψεις
Και γύρνα στο σπιτάκι μας
Αν θέλεις να προκόψεις
Ξενύχτια ξεφαντώματα
Σου είπα να μην κάνεις
Γιατί αργά ή γρήγορα
Στην ψάθα θα πεθάνεις
Άλλες φωτογραφίες
Η πίσω πλευρά του δίσκου, η απονομή "χρυσού δίσκου το 1986 με τον Σπύρο Τσιανάκα, ο Αχιλλέας Μαντζίρης με τον Χ. Πουρναρά κατά την ηχογράφηση.
Who is online
Users browsing this forum: Google [Bot] and 3 guests