Ντίνος Χριστιανόπουλος
1922-1935 εποχή διαμόρφωσης.
Από το 1912(απελευθέρωση και προσάρτηση νέων εδαφών) μέχρι το 1922 (μικρασιατική καταστροφή) η Ελλάδα δέχεται πάνω από 1.5 εκατομμύρια πρόσφυγες. Αυτοί φέρνουν μαζί τους και τα τραγούδια τους. Αλλάζει το τοπίο πλέον το οποίο μέχρι τότε το διαμόρφωναν οι Πελοποννήσιοι, οι Ρουμελιώτες, οι Βλάχοι και οι Αρβανίτες. Τα τραγούδια αυτά μοιάζουν με τα δημοτικά, έχουν όμως και αλλά στοιχεία (ανατολίτικα, φραγκολεβαντινικα, βυζαντινά). Διαφέρουν και τα όργανα: βιολί, σαντούρι, σάζι, ούτι. Δεν έχουν δηλαδή νταούλια και κλαρίνα.
Στις ατελείωτες προσφυγικές συνοικίες πρέπει να κυριάρχησαν σε πρώτη φάση τα τραγούδια των καφέ-σαντάν, οι αμανέδες και τα χασικλίδικα. Έπειτα θα άρχισε μα βαθμιαία προσέγγιση και συγχώνευση που οδήγησε στην δημιουργία ενός μεγάλου ποταμού, πάντα με βάση το προσφυγικό. Το ποτάμι αυτό άρχισε σιγά-σιγά να δέχεται και όλα τα ρυάκια των ελλαδικών τραγουδιών, κουτσαβάκικα, μόρτικα, αλανιάρικα, αρβανίτικα της Πλάκας, αθηναϊκή καντάδα, τραγούδια της ταβέρνας, της φυλακής, τα νησιώτικα, τα βλάχικα, τα γύφτικα και τα παλιά δημοτικά. Όσο μεγάλωνε το ποτάμι τόσο έχανε τα προσφυγικά του χαρακτηριστικά. Γινόταν κάτι άλλο. Παράλληλα, βέβαια, συντελούνταν και ένα τεράστιο σε έκταση ανακάτωμα προσφύγων και ντόπιων, με πάρα πολύ σημαντικές κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Το ανακάτωμα αυτό δημιούργησε έναν νέο λαϊκό αστό, που φυσικά ήθελε να εκφραστεί και με ένα νέο είδος τραγουδιού. Το τραγούδι αυτό, γύρω στο 1935 ήταν πλέον πραγματικότητα: ήταν το ρεμπέτικο, με ρίζες ανατολίτικες, καρδιά ρωμαίικη, μορφή δυτική, χαρακτήρα αστικό και χρώμα μάγκικο.
Στην περίοδο βασικά χαρακτηριστικά θα μπορούσαν να θεωρηθούν η νίκη του μπουζουκιού επάνω σε όλα τα άλλα όργανα, η δημιουργία ορχηστρών με βάση το μπουζούκι, η επίδραση του ελληνικού υπόκοσμου στο χρωμάτισμα της ρεμπέτικης προφοράς και η ανωνυμία των λαϊκών συνθετών, σαν συνέχεια της δημοτικής παράδοσης.

1935-1945 εποχή της ακμής.
Καλύπτεται από την Μεταξική δικτατορία και την γερμανική κατοχή. Το ρεμπέτικο που ώς τότε λεγόταν μάγκικο και είχε ένα βαρύ χασικλίδικο χρώμα, κάνει ένα λαϊκό άνοιγμα για να επιβιώσει(μετά την απαγόρευση του από τον Μεταξά) Την περίοδο αυτή εμφανίζονται και οι πρώτοι επώνυμοι λαϊκοί συνθέτες: Γιάννης Παπαϊωάννου, εκφραστής της λαϊκοποίησης του ρεμπέτικου, Ο Μάρκος Βαμβακάρης, δημιουργός του κλασικού ρεμπέτικου και ο Βασίλης Τσιτσάνης, που από το 1938 ώς το 1947 ζει και συνθέτει στην Θεσσαλονίκη, χωρίς ωστόσο να ξεφεύγει από το μάγκικο στυλ.

1945-1955 εποχή ηλιοβασιλέματος.
Ο Τσιτσάνης έρχεται στην Αθήνα. Ακολουθούν Μητσάκης και Χιώτης. Πολλά ρεμπέτικα απαγορεύονται κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου επειδή τα τραγουδούσαν και οι δύο πλευρές. Αρχίζουν να φαίνονται τα πρώτα σημάδια της παρακμής όπως είναι το αρχοντορεμπέτικο (τραγούδι στο οποίο ο μάγκας, βασισμένος πλέον στα λεφτά του εμφανίζεται να μιλάει και να νιώθει σαν άρχοντας. Το χάλασμα αρχίζει όπως πάντα από το ήθος και προχωρά στα μορφολογικά χαρακτηριστικά.
Mετά το 1955 είναι φανερός ο θάνατος του ρεμπέτικου. Χαλάει και η μορφή και το περιεχόμενο. Αρχίζει η επανάληψη η τυποποίηση και η εισαγωγή αναφομοίωτων στοιχείων (ινδικά κ.λ.π.) αλλάζει ο χώρος όπου θα μπορούσε να ευδοκιμήσει (εξαφανίζονται τα ταβερνάκια και δημιουργούνται κοσμικά κέντρα με μεγάλες ορχήστρες)
Το ρεμπέτικο ανήκει πλέον στην παράδοση. Εξακολουθεί όμως να διαδίδεται και να συγκινεί.. Παλαιότερα τραγούδια (κυρίως πολίτικα και σμυρναίικα) ερμηνεύονται τώρα με ένα ορθόδοξο στυλ. Κύριος ερμηνευτής είναι η Σωτηρία Μπέλλου. Αρχίζουν να εμφανίζονται μικρές κομπανίες που προσπαθούν να αποδώσουν πιστά τις πρώτες εκτελέσεις
www.rebetiko.gr