"ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ της Κυριακής", 2 Απριλίου 2006
... ήταν σκέτο τουμπεκί Του Κωστή Παπαϊωάννου
Η στροφή της ελληνικής μουσικής στο ρεμπέτικο τραγούδι, στα κρίσιμα χρόνια '49-'56, και '61-'64 έπαιξε σημαντικό ρόλο, όχι μόνο στην πολιτιστική αλλά κυρίως στην πολιτική ζωή της ελληνικής κοινωνίας.
Αυτό τον καιρό, γίνεται μια προσπάθεια να επανέλθει η συζήτηση (και η ζήτηση!) στο λαϊκό τραγούδι και στο ρεμπέτικο. Αναμενόμενο ήταν λοιπόν να ακουστούν πολλά και διάφορα, σε μια μέρα αφιερωμένη στο ρεμπέτικο όπως η περασμένη Τρίτη. Απ' τα πολλά, ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτα ήσαν τα όσα, με ευφράδειά, εξέθεσε ο κ. Ντίνος Χριστιανόπουλος στην εκπομπή "Βουστροφηδόν" του Γ. Καλιεντζίδη, στον 9,58 FM. Βαθύτατος γνώστης της φαινομενολογίας και της ιστορίας του ρεμπέτικου, ο ποιητής, μίλησε για πρόσωπα και πράγματα, με έναν λόγο άκρως διαφωτιστικό σε ό,τι αφορά τα γεγονότα και άκρως συσκοτιστικό σε ό,τι αφορά την πολιτική τους αξιολόγηση.
Ο κ. Χριστιανόπουλος ως γνώστης του ρεμπέτικου, βρίσκει σ' αυτό αισθητικές αρετές και το αγαπάει. Κανένα πρόβλημα, αρκεί να μην ενοχλείται που άλλοι, λίγοι ίσως, δεν ενθουσιάζονται αλλά προτιμούν τις "λιτές και απέριττες" φόρμες της μουσικής και της ποίησης σε άλλες κοινωνικές χρήσεις, και άρα δεν αγαπούν ούτε το ρεμπέτικο ούτε τους ρεμπέτες. Υπάρχει όμως επιπλέον μια ένσταση, για την σοβαρότητα της αξιολόγησης που επεφύλαξε ο ποιητής, στην στάση της Αριστεράς απέναντι στο ρεμπέτικο τραγούδι.
Πράγματι μέχρι μια εποχή η Αριστερά θεωρούσε την ρεμπέτικη μουσική "φρούτο της αστικής παρακμής", όπως ακριβώς είπε, πολύ δηκτικά, ο κ. Χριστιανόπουλος. Και πράγματι αργότερα η Αριστερά "μετάνιωσε", δηλαδή μετάνιωσαν εκ μέρους της ο Χατζηδάκης δειλά στην αρχή και πιο θαρραλέα αργότερα ο Θεοδωράκης, και αυτή (δηλαδή Λ. Κύρκος, Α. Διαμαντόπουλος κ.λπ.) τραβάτε μας κι ας κλαίμε. Έτσι άρχισαν τα εγκώμια. Τι καλό όμως είχε η μεταστροφή και για ποιόν; Πρότεινε ό Μάνος Χατζηδάκης, τον Ιανουάριο του 1949, «...να κοιτάξουμε προσεκτικά την αξία του [ρεμπέτικου] και ν' αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει.». Έξη μήνες αργότερα η Αριστερά δίπλωνε τις σημαίες της στα βουνά και ο "βάρδος" του λαϊκού τραγουδιού, ο Τσιτσάνης, συνέθετε τον ύμνο "Συννεφιασμένη Κυριακή" για να τιμήσει (μάλλον να διατιμήσει) την "ήττα" του αντάρτικου!
Το λάθος που πλήρωσε ακριβά η Αριστερά, είναι πως δεν κατάλαβε πόσο επικίνδυνη μπορεί να γίνει η "δύναμη και η αλήθεια" της αισθητικής, που περιέχουν τα «φρούτα της αστικής παρακμής» και όχι πως δεν αγάπησε τις αισθητικές αρετές τους. Ανακάτεψε πολλούς και πολλά ο κ. Χριστιανόπουλος. Από τον Βάρναλη μέχρι τον Καζαντζίδη και από τον Καβάφη μέχρι τον Τσιτσάνη. Ο χώρος δεν επιτρέπει να αναφερθούμε στις αντιστροφές που επεχείρησε. Αντί για αυτό θα αντιτείνουμε στον λόγο του καλού ποιητή, το λιτό στίχο ενός ωραίου χασικλίδικου ρεμπέτικου τραγουδιού: « ... δεν κατάλαβα μαστούρα ήταν σκέτο τουμπεκί » |